Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)


Βιογραφία

Εἰσαγωγή
Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (Πάτραι 1871 - Ἀθῆναι 1910) , ὑπῆρξε ἑλληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.

Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ  καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ , «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ» , «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων» , «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν» , «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας» , «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς» , «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» , ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην» . Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος , σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό , οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα , ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί , «ξανθός ἱππότης» , μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί , ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του .

Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)


 Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του
 
Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. 

Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. (Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι . Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. )

Ἂν καὶ εὐτύχησε ὅμως ὁ Γιαννόπουλος νὰ γίνει γνωστὸς καὶ νὰ ἔχει ἀφοσιωμένους φίλους στὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν Ἀθηνῶν (τόσο γιὰ τὸ πρωτότυπο, ἑλληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεῦμα του, ὅσο καὶ γιὰ τὸν «μποέμικο» καὶ φιλελεύθερο γιὰ τὰ συντηρητικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς τρόπο ζωῆς του -κατὰ τὶς μαρτυρίες μάλιστα ὑπῆρξε καὶ ὡραιότατος ἄνδρας ), ἐν τούτοις δὲν εὐτύχησε νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ ποὺ ποθοῦσε ὡς συγγραφέας, πόσο μᾶλλον νὰ ἀναμορφώσῃ κατὰ τὸ ὅραμά του τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία.

Δὲν ἤθελε, αὐτὸς ὁ λάτρης τοῦ ὡραίου, νὰ γεράσῃ (ὅπως ὑπέθεσε ὁ Ἴων Δραγούμης); Ἔνιωσε ὅτι ἔφθανε στὴν ἐξάντλησι τῆς καλλιτεχνικῆς του δημιουργίας; Ὅτι δὲν εἶχε ἄλλο τίποτε πιὰ νὰ προσφέρῃ, οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναμορφώσῃ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἀπογοήτευσι ἀπὸ τὴν μὴ εὐόδωσι μὲ γάμο τῆς ἐρωτικῆς σχέσης του με τὴν Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο καὶ χειραφετημένη γυναῖκα τῆς ἐποχῆς; Ρομαντικὸς καὶ «ἐρασιθάνατος» (ἡ λέξις τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ, τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἑλληνολάτρη αὐτόχειρα); Ὅλα αὐτὰ μαζί, σημειώνει ὁ ψυχίατρος καὶ λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.

Τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910 , ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δημιούργησε καὶ ἐκτέλεσε τὸ τελευταῖο ἔργο του -κατὰ πολλοὺς τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἔργου του. Ὅπως εἶχε προσχεδιάσει μὲ κάθε λεπτομέρεια πολὺ καιρὸ πρίν , στεφανωμένος, γυμνός, καβάλησε τὸ ἄσπρο ἄλογό του καὶ μπῆκε μαζί του στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Μὲ μία σφαίρα στὸ κεφάλι, ἐνώθηκε γιὰ πάντα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι ποὺ τόσο εἶχε ἀγαπήσει. Προηγουμένως εἶχε κάψει πολλὰ ἀνέκδοτα ἔργα του (κατὰ μαρτυρίες μιὰ ὁλοκληρωμένη ἐργασία περὶ ἀρχιτεκτονικῆς, καθὼς καὶ διηγήματα φαντασίας), λέγοντας ὅτι ἀφοῦ ἡ Ἑλληνικὴ Φύσις τὰ ἐνέπνευσε στὸν ἴδιο, θὰ τὰ ἐνέπνεε καὶ σὲ ἄλλους στὸ μέλλον. Τὸ νεκρὸ σῶμα του τὸ ἔβγαλαν τὰ κύματα στὴν στεριὰ δέκα μέρες μετά. Πρὶν ταφεῖ, δύο ἄγνωστες κυρίες, σὰν νύμφες τῆς Ἀττικῆς γῆς, στόλισαν τὸν νεκρὸ μὲ λουλούδια (ὅπως ἔγινε πολὺ ἀργότερα γνωστό, ἦταν ἡ Σοφία Λασκαρίδου).

Ὁ θάνατος -ὁ τρόπος μάλιστα τοῦ θανάτου- τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου συγκλόνισε τὴν κοινωνία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐποχῆς, τόσο ποὺ δὲν εἶχε γίνει γιὰ τὰ ἔργα του ὅσο ζοῦσε. Ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του καὶ περιστατικὰ ἀπὸ τὴν ζωή του, ἐνῷ ποιητὲς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Σικελιανός, ὁ Μαλακάσης καὶ ἡ Μυρτιώτισσα τοῦ ἀφιέρωσαν ποιήματα. 


Ἰδέες καὶ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργο του
Κατὰ τὸν Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑπῆρξεν ὁ μεγαλείτερος ὣς τώρα, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν. [...] ἠγωνίζετο νὰ καταδείξῃ ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶναι τὸ μόνον ἁρμόζον, ἀλλὰ καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ ἑλληνικόν.» Τὴν ἑλληνικότητα αὐτήν, τὸ «κατὰ φύσιν» τοῦ Ἕλληνα, ἀπὸ τὶς τέχνες μέχρι τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνία, ὁ Γιαννόπουλος τὰ ἀνήγαγε στὴν Ἑλληνικὴ Φύσι. Αἰσθητικὸς μὲ σπάνια εὐαισθησία καὶ ὀξυδέρκεια, στὴν Φύσι ἔβλεπε τὴν ἀρχὴ τῶν πάντων. Καὶ πρὶν τὴν Ἱστορία, τὴν κοινωνία καὶ τὴν πολιτική, ὁ Γιαννόπουλος, τὴν πρώτη μεγάλη στρέβλωσι καὶ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν φύσιν τὴν ἐντοπίζει στὶς τέχνες.

Θεμέλιον τοῦ ἰδεολογικοῦ συστήματος ποὺ ἀνέπτυξε ὁ Γιαννόπουλος εἶναι λοιπὸν ἡ Φύσις, καὶ ἀφετηρία προβληματισμοῦ καὶ μέθοδος ἀναλύσεως καὶ συνθέσεως ἡ αἰσθητική . Ὁ Γιαννόπουλος βρίσκει τὰ πάντα στὴν σύγχρονή του καλλιτεχνική -ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν Τέχνη, καὶ τὰ ἀνάλογα ἐν συνεχείᾳ παρατηρεῖ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους τομεῖς-, ἀρχιτεκτονική, φιλολογική, γλωσσική, θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική Ἑλλάδα, κατ᾿ ἀρχὴν ὡς αἰσθητικός, ἄσχημα. Παρὰ τὴν ὑπέρτατη ὀμορφιὰ καὶ ὑπεροχὴ τῆς γνησίας ἑλληνικῆς παραδόσεως καὶ φύσεως. Διαπιστώνει ὅτι εἶναι ἄσχημα ἐπειδὴ εἶναι ἀφύσικα, ξένα μὲ τὴν ἑλληνικὴ φύσι. Συμπεραίνει ἑπομένως ὁ ξενισμός, σὲ κάθε τι, εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἑλλαδικῆς κακοδαιμονίας. (Σημειωτέον ὅτι εὑρισκόμεθα στὰ ἔτη μετὰ τὸ 1897 καὶ ἐνώπιον τοῦ βουλγαρικοῦ κινδύνου.) Καὶ καταλήγει ὅτι ἡ ἀναγκαία πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐπανάστασις ποὺ θὰ ἀναμορφώσῃ τὴν Ἑλλάδα ἔχει ὡς προϋπόθεσι τὴν συστηματικὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς φύσεως καὶ τὴν μελέτη τοῦ πῶς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φύσι θὰ ἔπρεπε ὡς «φυσικὸν ἄνθος» νὰ ἀναπτυχθῇ σωστά, δηλαδὴ φυσικά, κάθε πτυχὴ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης καὶ ζωῆς. Ὁ ἐπανελληνισμὸς αὐτὸς στὸ κάθε τι, μοιραῖα θὰ φέρῃ, κατὰ τὸν Γιαννόπουλο, τὴν «Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι» καὶ αὐτὴ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλὴ στὸν δρόμο τοῦ φυσικοῦ πεπρωμένου της, τὸ ὁποῖον εἶναι, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453, ἡ ἡγεσία τοῦ παγκοσμίου Πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ μὲ σκοπὸ τὸν «ἐξανθρωπισμὸ τῆς οἰκουμένης». 


α) Ἑλληνικὴ Φύσις καὶ Ἑλληνικὴ Τέχνη
Γιὰ νὰ ἀποσαφηνίσῃ ὁ Γιαννόπουλος τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ἑλληνικότητος στὶς τέχνες (Ζωγραφική, Γλυπτική, Ἀρχιτεκτονική, Μουσική κ.ἄ.), ἀπὸ τὶς ὁποῖες, κατ᾿ αὐτόν, λόγῳ τῆς ξενομανίας, συμπλέγματος κατωτερότητας ἔναντι τῆς Δύσεως, ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ κοινωνία εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, δὲν θέτει ὡς βάσι ὁποιαδήποτε τέχνη, ρυθμὸ ἢ τεχνοτροπία, ἀλλὰ αὐτήν ταύτην τὴν Ἑλληνικὴ Φύσι. Μὲ εὐαισθησία καὶ ὀξυδέρκεια ὁρίζει τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Χρώματος, ὅπως αὐτὰ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Γῆ καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Φῶς γύρω του. Τὶς θεμελιώδεις του αὐτὲς ἀρχὲς γιὰ τὶς τέχνες, ἀναπτύσσει κυρίως στὰ ἔργα του «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (1902), «Ἑλληνικὴ Γραμμή» (1903) και «Ἑλληνικὸν Χρῶμα» (1904). Συγκεκριμένα, κατὰ τὸν Γιαννόπουλο:

i) Ἡ Ἑλληνικὴ Γραμμὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα, ἁπαλότητα, καμπυλότητα, λυγεράδα, χάρι, ἀρμονία τοῦ συνόλου ἀλλὰ ποικιλία τῶν λεπτομερειῶν. 

ii) Το Ἑλληνικὸν Χρῶμα χαρακτηρίζεται από: ἀϋλότητα, ἐλαφρότητα, μὲ βασικὰ χρώματα τὸ κυανὸ καὶ τὸ χρυσό, ἀλλὰ καὶ ποικιλία στὶς λεπτομέρειες καὶ διαρκεῖς παραλλαγὲς καὶ παιχνίδισμα σὲ ὁλόκληρο φᾶσμα λεπτοτάτων ἀποχρώσεων. 

«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος», σημειώνει μὲ ἐκστατικὸ οἶστρο ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὰ τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Ἑλληνικής Φύσεως πρέπει νὰ καθορίζουν κάθε ἔκφανσι τῆς Ἑλληνικῆς Τέχνης, ὅπως καθορίζουν καὶ τὴν ψυχή, τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνα: «σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο [...] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων [...] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς».


β) Ἑλληνικὴ Φύσις καὶ Ἑλληνικὴ Φυλή
Γιὰ τὸν Γιαννόπουλο, ἡ Ἑλληνικὴ Φυλή, γέννημα τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, εἶναι, ὡς «φυσικὸν ἄνθος» αὐτῆς ἡ εὐγενεστέρα τοῦ κόσμου. Γράφει στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907):

«Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. [...]Εἶναι τὸ φυσικώτερον τῶν πραγμάτων: Ἡ Ὡραιοτέρα Γῆ νὰ ἀποδίδει τὸ Ὡραιότερον Ἄνθος.»

Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»
Καὶ δὲν παύει νὰ προτρέπῃ, μὲ ὑπέρτατη φυσιολατρεία:
«Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)
«Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)


γ) Ξενομανία - Ἑλλὰς καὶ Δύσις
Ἡ ξενομανία εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο το χειρότερο κακό τῆς ἐποχῆς του, αὐτὸ ποὺ πρὸ πάντων πρέπει νὰ καταπολεμηθῇ:
«Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα. Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος. Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.» («Ἡ ξενομανία», 1903)

Καὶ μάλιστα ἡ δουλοπρέπεια πρὸς τὴν Δύσι, ὁ «φραγκοραγιαδισμός» . Ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν Δύσι εἶναι σφοδρή. Ἀναφέρεται στὴν Δύσι γενικῶς μὲ τὸν ὅρο «Φράγκοι», καὶ χαρακτηρίζει τοὺς δυτικοὺς «ἀγριογουρουνικοὺς λαούς», «θηριόφραγκους», «γουρουνόφραγκους», «φραγκοχοίρους», «σκυλόφραγκους», «φραγκοπιθήκους», «φραγκοκανιβάλους» κ.ἄ., κτήνη ποὺ ἐπιφανειακῶς μόνον ἐξανθρωπίσθησαν ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ Βυζάντιο . (Ἀντιδυτικός, καίτοι πρῶτα ἀρχαιολάτρης καὶ μετὰ ὀρθόδοξος, καίτοι, σὲ ἐποχὴ κορυφώσεως τοῦ Πανσλαβισμοῦ καὶ τοῦ βουλγαρικοῦ κινδύνου, ἡ ἀντίθεσίς του πρὸς τὴν σλαβικὴ ἀνατολὴ εἶναι αὐτονοήτως ἐπίσης σφοδρή.) Ἡ ἀντίθεσις ὅμως αὐτὴ πρὸς τὴν Δύσι δὲν εἶναι συναισθηματικὴ ἢ πολιτική. Προκύπτει κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ βαθυτάτη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς βορειοευρωπαϊκῆς φύσεως (βλ. π.χ. «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904) καὶ τὸ συμπέρασμα τῆς ἀσυμβατότητός των . Σημειώνει («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

«Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο:
«Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ. [...] Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...] ΕΛΛΗΝΑΔΕΣ Μπακαλευόμενοι παντοῦ τῆς Γῆς, ἂν δὲν ξαναβρεθεῖτε γρήγορα σὲ ἀνάλογον ὑψηλὴ μὲ τὴ Βυζαντινὴ Θέσι: ΕΙΣΘΕ ΧΑΜΕΝΟΙ. Δὲν εἶνε στὸ χέρι Σας νὰ ἐκλέξετε τίποτα. Ἢ θὰ εἶσθε εἰς τὴν πρώτην Γραμμὴ τοῦ Πολιτισμοῦ, μεταξὺ τῶν Πρώτων Πρωταγωνιστῶν ἢ στὸν ΠΑΤΟ τῆς Οἰκουμένης.»


δ) Ἑλληνικὴ Ἱστορία καὶ Πολιτισμός
Συνοπτικὴ κριτικὴ ἐπισκόπησις ὁλοκλήρου τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους εἶναι ἡ «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907. Οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Γιαννόπουλου εἶναι οἱ ἐξῆς:

i) Ὁ Ἕλλην εἶναι αὐτόχθον, εὐγενὲς καὶ θεῖον γέννημα τῆς θείας Ἑλληνικῆς Φύσεως. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἱστορία ἀνάγεται ὄχι μόνον στὰ βάθη τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας («Ἡ Μυθολογία τῆς Φυλῆς: Κοντινωτάτη Πραγματικὴ Ἱστορία»), ἀλλὰ σὲ αὐτὴν τούτην τὴν «Ἑλληνικὴ Χλωρίδα», τῆς ὁποίας φυσικὸν ἄνθος, ἐμπεριέχον ὅλην τὴν εὐγένεια καὶ τὸ κάλλος τῆς Ἑλληνικῆς Γῆς, εἶναι ὁ Ἕλλην. 
 
ii) Ὁ Ὅμηρος ζωγραφίζει τοὺς δύο διαχρονικούς ἑλληνικοὺς τύπους: Τὸν Ἀχιλλέα-Κλέφτη καὶ τὸν Ὀδυσσέα-Ἔμπορο-Ἄποικο.

iii) Ὁ Χρυσοῦς Αἰὼν τῶν Ἀθηνῶν καθορίζει τὸν τέλειον «Τύπον τοῦ Ἀνθρώπου», τὴν «Ὑπερτάτην Θρησκείαν τῆς Οἰκουμένης: Τὸ Ὡραῖον, Ἀληθές, Ἀγαθόν», καὶ θέτει τὰ θεμέλια ὅλων τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν. Μὲ τὸ τέλος τῶν κλασσικῶν χρόνων τελειώνει καὶ ἡ«ἐφηβικὴ» ἐποχὴ τῶν Ἑλλήνων.

iv) Ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ ἡ Βυζαντινὴ ἐν συνεχείᾳ, ὄχι μόνον δὲν εἶναι κατώτερες ἀπὸ τὴν κλασσική, ἀλλὰ συνιστοῦν τὴν«ἀνδρικὴ» πλέον ἐποχὴ τῶν Ἑλλήνων, ὅπου ὁ Ἑλληνισμὸς ἀγωνίζεται νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν ὕψιστο προορισμό του: τὸν «Ἐξανθρωπισμό τῆς Οἰκουμένης». Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, «Ὁ Ἀλέξανδρος ἀρχίζει τὴν πραγματικὴ Ἑλληνικὴ Ἱστορία». 

v) Τὸ ἑλληνικὸν Βυζάντιον, ὑψίστη δόξα τῶν Ἑλλήνων, ἐξελληνίζει τὴν νέα θρησκεία, κυριαρχεῖ στὸν κόσμο καὶ ἐξανθρωπίζει, ἔστω καὶ μερικῶς, τὴν οἰκουμένη. (Βλ. καὶ κατωτέρῳ, (ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία).

vi) Μὲ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλεως χάνεται ὁ πολιτικὸς πυλώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπομένει μόνον ὁ θρησκευτικός, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνισορροπίας, ἐπικρατεῖ τὸ ξένον καὶ δουλικὸν στοιχεῖον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ «καλογερισμός». Αὐτὴ εἶναι βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν καθυστέρησι τῆς ἀπελευθερώσεως ἐπὶ τέσσερις αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ ἐν μέρει γιὰ τὴν σημερινὴ κακοδαιμονία. (Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἀπὸ τὴν ἄλλη, παραδέχεται ὁ Γιαννόπουλος, ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε «ἄγκυρα σωτηρίας» τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δουλείας.) (Βλ. καὶ κατωτέρῳ, (ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία).

vii) Ἡ Τουρκοκρατία δημιουργεῖ τοὺς τρεῖς βασικούς τύπους τῆς ἑλληνικῆς παρακμῆς: Τὸν Καλόγερο, Τὸν Δάσκαλο, τὸν Ἔμπορο. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι προστίθεται καὶ ὁ Ἑλλαδικὸς Πρόξενος. Χαρακτηριστικὸ ὅλων ὁ ραγιαδισμός, καὶ μάλιστα πρὸς τὴν Δύσι.

Ἡ κακοδαιμονία τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς πραγματικότητος ἀναλύεται ἐκτενέστερα ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο στὸ «Νέον Πνεῦμα» (1906). Στὴν «Ἔκκλησιν πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907), ὁ Γιαννόπουλος συνεχίζει θέτοντας συμπερασματικὰ τὸ «Ἑλληνικὸν Πρόβλημα», ἀπευθύνοντας «ἱκετἠριον ἔκκλησιν» στοὺς Ἕλληνες καὶ μάλιστα στοὺς νέους, καὶ σκιαγραφώντας τὴν ὑπὸ ἔκδοσιν ἐργασία του γιὰ τὴν«Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν». (Δυστυχῶς, τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐκάη ἀπὸ τὸν ἴδιον πρὸ τῆς αὐτοκτονίας του.) Γιὰ τὸν Γιαννόπουλο, ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Φυλῆς εἶναι, πρῶτον, ἡ Πνευματική, Πολιτιστικὴ Ἐπανάστασις καί, δεύτερον, μὲ ἀναγκαία προϋπόθεσι τὴν πρώτη, ἡ Πολιτικὴ καὶ Ἐθνικὴ Ἐπανάστασις.

«Τὸ Ἑλληνικὸν Πρόβλημα εἶναι:

»1. Ἔχει ἡ Ἑλλ. Φυλὴ μέσα τας τὴν Ζωϊκὴν Δύναμιν νὰ ξανανθίσῃ Ψυχικῶς καὶ Πνευματικῶς, νὰ δημιουργήσῃ Νέον Πολιτισμόν, ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΝΕΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ, ἄξιον τῶν ἀπὸ Καταβολῆς Κόσμου μέχρι Πτώσεως αἰώνων τῆς Ἱστορίας της; Δηλαδὴ νὰ συνεχίσῃ καὶ ἐκτελέσῃ τὸν Προορισμὸν διὰ τὸν ὁποῖον ἡ Γῆ της τὴν ἐδημιούργησε;»

»2. Ἔχει ἡ Ἑλληνικὴ Φυλὴ τὴν Ζωϊκὴν Δύναμιν μέσα της, ΜΟΝΗ ΤΗΣ, νὰ σηκωθῇ Ὁλόρθη καὶ ΟΛΟΚΛΗΡΗ καὶ νὰ ἀνοίξῃ Συνολικὰ καὶ Πανελλήνια ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ ποὺ ἔχει ἐμπρός της, νὰ ἀντικρύσῃ Πανελληνίως τὸν ΘΑΝΑΤΟΝ διὰ νὰ ἀποκατασταθῇ εἰς ἕνα ΟΛΟΝ;»


ε) Ἀρχαία Ἑλλάς, Βυζάντιο καὶ Ὀρθοδοξία

Ἡ ἑνότης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μυθολογίας μέχρι τὴν σύγχρονη ἐποχή, μὲ ἀρχὴ καὶ Μητέρα τὴν Ἑλληνικὴ Γῆ, ὑφίσταται κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ὁμοίως καὶ ὅσον ἀφορᾷ στὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία, παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς μεταβολές. Οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Γιαννόπουλου, ὅπως τὶς ἀναπτύσσει στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) εἶναι οἱ ἐξῆς:

i) Ἀρχὴ καὶ βαθύτερη οὐσία πάντων (μόνη οὐσιαστικῶς θρησκεία τοῦ Γιαννόπουλου) εἶναι ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ. 

ii) Παιδιὰ τῆς Γῆς εἶναι οἱ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ θεοί: «Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.»

iii) Ὁ Χρυσοῦς Αἰὼν τῶν Ἀθηνῶν δημιουργεῖ τὴν «Ὑπερτάτην Θρησκείαν τῆς Οἰκουμένης: Τὸ Ὡραῖον, Ἀληθές, Ἀγαθόν». Πνευματικὴ θρησκεία, ἐλεύθερη, ἑλληνική, ἀντίθετη κάθε ἄλλης ξένης θρησκείας, θεουργικῆς καὶ δογματικῆς. 

iv) Ὁ χριστιανισμός, ἀρχικῶς ξένη θρησκεία καὶ ἀσύμβατη μὲ τὸν ἑλληνισμό, υἱοθετεῖται σκοπίμως γιὰ πολιτικοὺς λόγους ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (τὴν δημιουργία αὐτοκρατορίας, τὴν κυριαρχία ἐπὶ τῶν ξένων, ὑπανάπτυκτων πνευματικῶς λαῶν καὶ τὸν ἐξανθρωπισμό τους), ἀφοῦ ὅμως, μετὰ ἀπὸ σκληροὺς ἀγῶνες, ἐξελληνίζεται καὶ δημιουργεῖται νέα, ἑλληνικὴ θρησκεία, ἡ ὁρθοδοξία. 

v) Μὲ τὴν ἅλωσι τῆς Πόλεως χάνεται ὁ πολιτικὸς πυλώνας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπομένει μόνον ὁ θρησκευτικός, καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνισορροπίας, ἐπικρατεῖ τὸ ξένον καὶ δουλικὸν στοιχεῖον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ «καλογερισμός». Αὐτὴ εἶναι βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν καθυστέρησι τῆς ἀπελευθερώσεως ἐπὶ τέσσερις αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ ἐν μέρει γιὰ τὴν σημερινὴ κακοδαιμονία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, παραδέχεται ὁ Γιαννόπουλος, ὁ χριστιανισμὸς ὑπῆρξε «ἄγκυρα σωτηρίας» τῆς Φυλῆς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δουλείας. 

vi) Ἀνάγκη εἶναι λοιπὸν ὁ συνειδητὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Ὁ Ἕλλην μάλιστα, εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὸν Φράγκο, δὲν χρειάζεται νὰ στραφῇ ἐνάντια στὴν ἐκκλησία του· ἀρκεῖ νὰ ἀποδιώξῃ τὶς στρεβλώσεις καὶ νὰ ἀναδείξῃ τὴν γνήσια ἑλληνικὴ παράδοσί της. Ὁ Ἕλλην παπᾶς εἶναι γνήσιος Ἕλλην. Ἡ ἀνάδειξις δὲ τῆς ἑλληνικότητος καὶ στὴν θρησκεία, ὡς στοιχεῖον διακρίσεως τῶν Ἑλλήνων ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν, εἶναι ἀναγκαία καὶ λόγῳ τῆς ἀπειλῆς (1907) απὸ τοὺς -χριστιανορθοδόξους- Σλάβους. 

Ὁπωσδήποτε, ἡ ἑλληνικότης τῆς θρησκείας εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ἀδιάσπαστη. Ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι, μὲ τὴν φράσι:
«Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.»


ς) Ἑλληνικὴ Γλῶσσα

Ὁ Γιαννόπουλος κατακεραυνώνει τόσο τὸν ἀρχαϊστικὸ σχολαστικισμὸ ὅσο και τὸν δημοτικισμό:
«Μιστριώτης Ψυχάρης, μὲ τὴν μίαν ὄψιν, ἀπολίθωμα Βλακοδιδασκαλικοῦ Μπαμπούλα, μὲ τὴν ἄλλην, ἀποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αὐταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ἕνας δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός [ὁ δημοτικισμός] [...], σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς Θρησκείας, [...]» («Νέον Πνεῦμα», 1906)

Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἴδιος γράφει σὲ «Γλῶσσαν ἀχαλινώτως ἐλευθεριάζουσαν γραμματικῶς», δηώνοντας ὅτι «ἡ Ἐργασία αὐτὴ θέλει νὰ γίνῃ πρῶτον ἡ Συντριπτικὴ Μηχανὴ τῶν ἠλιθίων καλουπιῶν καὶ τῶν Ἀρχαιοβλακογραμματικῶν καὶ τῶν Νεοβλακογραμματικῶν, θέλει νὰ παρουσιάσῃ τέλος πάντων ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον γλωσσικὸν ὑλικόν, διότι νομίζει ὅτι ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα καὶ ἡ Γλῶσσα πρέπει νὰ γίνῃ τρίμματα καὶ Πρώτη Ὕλη πρῶτα, διὰ νὰ ἀναπλασθῇ ἔπειτα Νέα Μορφὴ ΑΛΗΘΙΝΗ ἀποτελουμένη ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν αὐτὴν καὶ ἐμᾶς.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)


ζ) Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ Κοινωνία
Ἐὰν στὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) ὁ Γιαννόπουλος ἐξετάζει κριτικῶς ὁλόκληρη τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία, τὴν κακοδαιμονία τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς πραγματικότητος ἀνατἐμνει καὶ καυτηριάζει, ἐπαγγέλλεται δὲ τὸ ὁλοκληρωτικό της ξερίζωμα, στὸ«Νέον Πνεῦμα» (1906). Βασικὲς αἰτίες καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς οἰκτρῆς καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος τῆς ἐποχῆς, εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο:

i) Ἡ «ἄγνοια τῆς φυσιολογίας τοῦ Ἕλληνος καὶ τῆς Φυλῆς». Συνεπείᾳ τούτης ἡ «Ἀκαταληψία τοῦ Παρόντος».

ii) Ἡ «ἐξωφρενική, ἡ μονομανὴς φιλοδοξία καὶ φιλαρχία τῶν Κλεφτῶν. Κλεφτῶν-Ἡρώων διὰ τὸν πόλεμον, Κλεφτῶν-Κουτσούρων διὰ τὴν δημιουργίαν Ἑλλάδος.» Συνέπειες τούτου: Παραμερισμὸς τῶν Φαναριωτῶν, τῆς φυσικῆς ἀριστοκρατίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ἔτσι μὴ πλαισίωσι μὲ αὐτὴν τοῦ βασιλέως καὶ μὴ καλλιέργεια ἑλληνικῆς βασιλείας· παραμερισμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖου, τῆς φυσικῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ· κυριαρχία ἰδιοτελῶν «μπακαλικῶν» συμφερόντων· ἐγκατάλειψις τοῦ ὑποδούλου Ἑλληνισμοῦ καὶ ραγιαδισμός στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Γράφει χαρακτηριστικῶς:
 «Ἡ ἱστορία τοῦ Αἰῶνος αὐτοῦ ἐγράφη ὑπὸ τὴν Χαντζάραν τῶν Κλεφτῶν καὶ ὑπὸ τὸ τακοῦνι τῶν Βουλευτῶν. Καὶ μὲ ΨΕΥΔΗ δὲν δημιουργοῦνται ΕΘΝΗ.» [...] «Βουλή: Τσουλικὸ Λιμέρι πρὸς διαρπαγὴν Γῆς, Ζωῆς, Τιμῆς καὶ Περιουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.» [...] «Κάτω ἡ Ἑλλὰς τῶν: ΨΗΦΩΝ, τῶν ΜΙΣΘΩΝ, τῶν ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ καὶ τῶν ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.»

iii) Θάνατος τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἕνα Ἵδρυμα ποὺ νὰ προάγῃ τὸ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα καὶ Πολιτισμόν. «Πεθαίνετε, διότι ἐσκοτώσατε τό: ΠΝΕΥΜΑ. Ἐνόσω δὲν Ἀναστηθῇ καὶ Ἀναστηλωθῇ τὸ ΠΝΕΥΜΑ, ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ ἡ ὑπάρχουσα: ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΛΛΑΣ.» «ὁ ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ καταντήσας: ΣΑΠΙΟΝ ΚΑΡΠΟΥΖΙ γεμάτον ξυνόνερα.»

iv) Καταδίκη τῆς Ἑλληνικῆς Νεότητος. «Ἐσκοτώσατε τὴν Ἑλληνικὴν ΝΕΟΤΗΤΑ. Καὶ Ἔθνος χωρὶς ΝΕΟΛΑΙΑΝ εἶναι Ἄνοιξις χωρὶς ΑΝΘΗ.»
Ἔχοντας λοιπὸν ἀνατάμει καὶ κατακεραυνώσει τὴν σύγχρονη Ἑλληνικὴ πραγματικότητα, ὁ Γιαννόπουλος φωνάζει τὸ πύρινο ἄγγελμα τοῦ ξεριζώματος τοῦ Παλιοῦ καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ Νέου.
«Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.»

Καλεῖ σὲ «Βαθυτάτη Πνευματικὴν καὶ Ἠθικὴν Ἐπανάστασιν, ἤτοι: Ἐπανάστασις Ἀτομική, Κοινωνική, Πολιτική, Ἰδεολογική, Φιλολογική, Καλλιτεχνική. Ἐπανάστασις Καταργοῦσα -Ὁριστικῶς, ΑΠΑΞΑΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΑΞΙΑΣ, δημιουργοῦσα: ΝΕΑΣ ΑΞΙΑΣ.»

Καὶ καταλήγει μὲ τὸν κεραυνό: «Ἢ ΕΛΛΑΣ Ἢ ΤΕΦΡΑ» 

Στὴν δὲ «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» (1907) δείχνει ἐπίσης τὸν δρόμο τῆς ἐθνικῆς ἀρετῆς μὲ λόγο κεραυνώδη:
«ΕΛΛ. Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
«ΕΛΛ. Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»

«Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ. Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ. Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ. Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί. Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ. Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.»


Ἐπιρροή

Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ  καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ , «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ» , «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων» , «ὁ μεγαλείτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν» , «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας» , «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς» , «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας» , ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην» . Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος , σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό , οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα , ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί , «ξανθός ἱππότης» , μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί , ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του .

Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ὁ Ἴων Δραγούμης ἔγραψε γιὰ τὸν Γιαννόπουλο: «...μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βοριὰ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρώνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα ἢ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο... Σ᾿ αυτοῦ τὸν ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.» Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)

Κατὰ τὸν Κ.Θ. Δημαρᾶ , ὁ Γιαννόπουλος ἔπαιξε βασικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωσι τῆς ἑλληνικής ἰδεολογίας τῆς περιόδου 1881-1913, ἡ ὁποία ἰδεολογία μάλιστα φθάνει στὴν κορύφωσί της μὲ τὸν ἴδιον, τὸν Μανουήλ Χαιρέτη καὶ τὸν Ἴωνα Δραγούμη. Τὸ ἑλληνοκεντρικὸ πνευματικὸ αὐτὸ ρεῦμα (Σάθας, Ψυχάρης, Ἐφταλιώτης, Ξενόπουλος, Χαιρέτης, Γιαννόπουλος κ.ἄ.), σημειώνει ὁ Κ.Θ. Δημαρᾶς, ἀξιοποιεῖ τὴν κληρονομιὰ τῆς πρώτης πεντηκονταετίας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (ὅπου μὲ τοὺς Σπ. Ζαμπέλιο, Κ. Παπαρρηγόπουλο κ.ἄ. ἐπικρατεῖ ἡ ἰδέα τῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους) καὶ προσθέτει ἐπιπλέον δύο σημαντικὲς ἀνελίξεις: Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν στοιχείων τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς (ἀρχαιότητα καὶ Βυζάντιο, λαϊκὴ παράδοσις, δημοτικὴ γλῶσσα) σὲ ἕνα ἐνιαῖο καὶ ὀργανωμένο σύνολο, καὶ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἰδέα καὶ τὴν θεωρία στὴν πράξι, μετάβαση ἡ ὁποία κορυφώνεται μὲ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα καὶ τοὺς νικηφόρους Βαλκανικοὺς Πολέμους.

Τὸ κίνημα τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ, ὅμως, τὸ αἴτημα τῆς ἐπανελληνίσεως, καὶ μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (ὁπότε μάλιστα, μὲ τὴν ἐνσωμάτωσι τῶν προσφύγων στὸν ἐθνικὸ κορμό, ἡ ἐλεύθερη Ἑλλάδα ἐγνώρισε καὶ τὴν πολιτισμικὴ κληρονομιὰ τῆς ἑλληνικῆς ἀνατολῆς) δὲν ἔπαυσε νὰ ἀποδίδῃ καρπούς, μὲ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ τοῦ Γιαννόπουλου : πολιτικὴ καὶ κοινωνία (Ἴων Δραγούμης, Ἐθνικὴ Ἐταιρεία καὶ Μακεδονικὸς Ἀγῶν, Στρατιωτικὸς Σύνδεσμος (1909), Βαλκανικοὶ Πόλεμοι 1912-13 , Ἰωάννης Συκουτρῆς καὶ πολιτιστικὴ ἰδεολογία τῆς 4ης Αὐγούστου τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ περὶ «Τρίτου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ», σήμερα Χρίστος Γούδης καὶ Ἰνστιτοῦτο «Ἴων Δραγούμης»), λογοτεχνία (Γενιὰ τοῦ ᾿30) , ἀρχιτεκτονική (Δ. Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης), ζωγραφική καὶ γλυπτικὴ (Θεόφιλος, Φώτης Κόντογλου, Γεράσιμος Στέρης, Σπύρος Παπαλουκᾶς, Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Ἀντώνης Σῶχος ), μουσικὴ καὶ λαϊκὴ παράδοσις (Σίμων Καρρᾶς, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη, Δώρα Στράτου, Χριστόδουλος Χάλαρης), κινηματογράφος (Κώστας Φέρρης, Λάκης Παπαστάθης), θρησκεία καὶ φιλοσοφία (περὶ τὸ τέλος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ «νεορθόδοξο», ἀφ᾿ ἑνός, καὶ τὸ ἀρχαιόφιλο, ἀφ᾿ ἑτέρου, πνευματικὸ ρεῦμα) .

Ἐὰν ὅμως τὸ ἑλληνοκεντρικὸ ρεῦμα ἔδωσε καρποὺς σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τῆς πολιτιστικῆς καὶ πνευματικῆς παραγωγῆς, ἡ μεγάλη σύνθεσις, τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Γιαννόπουλο, ὁ συνολικὸς ἐπανελληνισμὸς καὶ ἀναγέννησις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου, ὑγιοῦς καὶ λαμπροῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι μὲ στείρα προγονολατρεία ἀλλὰ μὲ δημιουργικὴ ἀξιοποίησι τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως, παραμένει ζητούμενον. Στὴν κατεύθυνσι αὐτὴ δὲν λείπουν μέχρι σήμερα οἱ νέες, πρωτότυπες προτάσεις . Ἡ ἀναζήτησις συνεχίζεται.
Ἐργογραφία
Βιβλία:
Ἄρθρα:
  • «Ποῖος εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ζώντων ποιητῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἀπόκρισις σὲ ἔρευνα, ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 31-12-1898)
  • «Ἐντυπώσεις απὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴν τῶν Ἀθηνῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-3-1899)
  • «Ἐντυπώσεις απὸ τὴν ἐσωτερικὴν διακόσμησιν τῶν οἰκιῶν» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 23-3-1899)
  • «Ἡ Δόξα τοῦ Γύζη» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑστία», 31-3-1899)
  • «Ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴν ἔκθεσιν: Διδάγματα» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 21, 4-4-1899)
  • «Ἀπὸ τοὺς ναούς (Διὰ τοὺς Ἐπιτρόπους)» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-4-1899)
  • «Τὰ στρατιωτικὰ ἄσματα καὶ οἱ ποιηταί» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 25-5-1899)
  • «Οἱ παλαιοί» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 26-5-1899)
  • «Κηδεία μικροῦ παιδιοῦ» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 31, 13-6-1899)
  • «Ἐθνικοὶ εὐεργέται» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 18-7-1899)
  • «Ἀναμνήσεις ἐκ Βοιωτίας: - Κακοσάλεσι - Σχολεῖον χωρίου» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 38, 1-8-1899)
  • «Ὁ Βασιλεύς (Ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος)» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-8-1899)
  • «Φιλολογία καὶ Πατριωτισμός» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑστία», 13, 15, 16-8-1899)
  • «Ποιηταὶ καὶ Πατρίς (Πρὸς τὸν κ. Παλαμᾶν καὶ τὴν Σχολήν του» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 15-8-1899)
  • «Ὁ Παπακοιλᾶς» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 41, 22-8-1899)
  • «Λυκαβηττὸς ἢ Λουλουδάκης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 54, 21-11-1899)
  • «Τιγρὰν Ὑεργὰτ» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 24-11-1899)
  • «Ὁ Διάδοχος» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 4-12-1899)
  • «Ὑπάρχει πλατωνικὸς ἔρως. Ὁ σημερινὸς ἔρως τῶν πολιτισμένων τάξεων. Ἀθηναϊκὸς ἔρως.» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολις», 9-12-1899)
  • «Τὸ ἐρωτικὸν αἴσθημα τοῦ Ἕλληνος» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Ἑσπερινὴ Ἀκρόπολις», 10-12-1899)
  • «Ἑλληνικὰ παράδοξα: - Ἡ ἄγνωστος χώρα» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 10-12-1899)
  • «Ὁ Γύζης ἀπέθανε» (ἀνεξακρίβωτον, 1901· ξανατ. ὡς ἀνέκδοτο στὴν ἐφ. «Ἑστία», 22-3-1928)
  • «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 7, 8, 9, 11, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 28, 29, 30, 31-12-1902, 5-1-1903)
  • «Πρωτοχρονιάτικη εὐχὴ γιὰ τὸ 1903» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 1-1-1903)
  • «Μία περίεργος κριτική! (Χωρὶς σύνορα καὶ χωρὶς συνέχεια)» (περ. «Κριτική», 1, 15-1-1903, 1, 15-2-1903, 1-3-1903, σελ. 25-27, 53-57, 84-85, 121-125, 157-159)
  • «Τὸ καθῆκον μας» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 4, 12-1-1903)
  • «Ἡ ξενομανία» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 5, 16-1-1903)
  • «Ὄχι ξένα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 9, 30-1-1903)
  • Ἐπιστολή: Διὰ τὸν κ. Τσαρούχην («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 18, 2-3-1903)
  • «Χαιρετισμός» [στὸν Κωστῆ Παλαμᾶ] («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 19, 6-3-1903)
  • «Τὰ πανταλόνια τῆς φιλολογίας» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 24, 23-3-1903)
  • «Ὁ χαλασμένος καθρέπτης» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 27, 3-4-1903)
  • Ἐπιστολή: Πρὸς τὸν κ. Αντίλαλον («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 31, 20-4-1903)
  • «Βυζαντινὴ μὲν ρινοκλασία δέ» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 32, 24-4-1903)
  • «Τὰ ἀρχαῖα δράματα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 33, 27-4-1903)
  • «Διὰ τοὺς ξενομανεῖς σοφολογίους» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 35, 4-5-1903)
  • «Ὄχι Ἀττικὸς ἀήρ, ἀλλὰ ἀττικὸν χῶμα» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-1-1903)
  • «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» (ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Ἀνατολὴ», Φεβ. 1903, σελ. 390)
  • «Πρὸς τοὺς καλλιτέχνας μας: Ζωγράφους, γλύπτας, ἀρχιτέκτονας καὶ μουσικούς» (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Α', ἀρ. 12, Φεβ. 1903, σελ. 392-396)
  • «Τὰ δύο ἰδανικά: Δύο μηδενικά» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 9, 10, 11, 12, 13, 18, 19-2-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἑλληνικὴν ἀναγέννησιν: Τὸ πρῶτον βῆμα» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 11, 13-3-1903)
  • «Διὰ τὸ Βασιλικὸν Θέατρον καὶ διὰ τὴν δραματικὴν σχολὴν τοῦ Ὠδείου»(ἀπόκριση σὲ ἔρευνα) (περ. «Κριτική», 15-3-1903, σελ. 170-174)
  • «Τί νὰ κάμωμεν;» (περ. «Πρωτεύουσα», ἔτος Α', ἀρ. 19, 19-3-1903)
  • «Ἡ Ἑλληνικὴ ὡραιότης» (ἐφ. «Ἑστία», 26-3-1903)
  • «Περίπατοι (Ἀπὸ τὰς Ἐκκλησίας)» (ἐφ. «Ἀθῆναι», 14-4-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Α'. Ὁ δυνατὸς πόθος» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 18-4-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Β'. Ἡ ἀοριστία τοῦ πόθου» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 19-4-1903)
  • «Πρὸς τὴν ἐθνικὴν ζωήν: Γ'. Ἡ συνδρομὴ τοῦ τύπου» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 22-4-1903)
  • «Τηλεφωνήματα (Προσεχὴς ἔκθεσις τοῦ Παρνασσοῦ)» (ἐφ. «Ἀθῆναι», 21-4-1903)
  • «Ἡ ἑλληνικὴ γραμμή» (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903, σελ. 416-422)
  • «Tigrane Yergate» (Ὡς Jean Méandre· περ. «La Revue, ancienne Revue des Revues», Παρίσι 15-6-1903, σελ. 704-706· ξανατ. στὸ τεῦχος τῆς σειρᾶς «Γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Παλαμᾶ»: - Tigrane Yergate. Préface de Jean Méandre· Athènes. Imprimerie «Hestia», 1932)
  • «Ἡ νέα μας Ἑλληνοποῦλα» (ἐπιστολὴ γιὰ τὴν «Τρισεύγενη» τοῦ Παλαμᾶ) (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-9-1903)
  • «Ἕνα ἑλληνοειδὲς θέατρον» (ἐφ. «Ἑστία», 3-7-1904)
  • «Τὸ γυναικεῖον καπέλλο» (ἐφ. «Ἑστία», 4-7-1904)
  • «Δωρεὰ εἰκόνων» (ἐφ. «Ἑστία», 7-7-1904)
  • «Ὁ διάδοχος τοῦ Λύτρα» (ἐφ. «Ἑστία», 10-7-1904)
  • «Τὸ γυμνόν: Ὁ διωγμὸς τῶν λουομένων» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 16-7-1904)
  • «Ἐξετάσεις Πολυτεχνείου» (ἐφ. «Ἑστία», 18-7-1904)
  • «Καὶ περὶ ἑλληνικῆς μουσικῆς τίποτε;» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 18-7-1904)
  • «Ἑλληνικὴν μουσικὴν ἐμπρός!» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 25, 27, 28-7-1904· καὶ ἐπιστολὴ διορθωτικὴ 29-7-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ παλαιὰ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 30, 31-7-1904, 1-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ βασιλικὴ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3, 4, 5, 6-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ νέα σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Ἡ ἀρχαιολογικὴ σκηνή» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 25 (τὸ ἄρθρο αὐτὸ ὡς Θ. Θάνατος), 26-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Τὸ ἑλληνικὸν θέατρον» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 28, 29, 30, 31-8-1904)
  • «Τὸ θεατρικὸν ζήτημα: Τὸ νέον θέατρον» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 1-9-1904)
  • «Τὸ ἑλληνικὸν χρῶμα» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11-9-1904)
  • «Οἱ ἀποτρόπαιοι θεοί» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 13-9-1904)
  • «Προσέξατε» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 16-9-1904)
  • «Paul Mathio né poulo» (ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 19, 20, 21, 23, 24, 26-9-1904 (τὸ τελευταῖο ἄρθρο ὡς Θ. Θάνατος))
  • «Ἀπὸ τὰ νέα ἐρείπια πρὸς τὴν ἀναγέννησιν: Σαλπίσματα» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 29, 30-9-1904, 1, 4, 5, 9, 11, 13, 15-10-1904)
  • «Διαβάζουμε ἢ δὲ διαβάζουμε;» (ἀπόκριση σὲ ἔρευνα γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ βιβλίου στὴν Ἑλλάδα, περ. «Παναθήναια», τόμ. 12, 15-31 Ἰουλ. 1906, σελ. 181· ἀναδημοσίευσις «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 208, 6-9-1906)
Ἐκδόσεις μετὰ θάνατον:
  • «Ὁ Καλλιτέχνης» (ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀνέκδοτη μελέτη) (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 20, 30-4-1910, σελ. 35-37)
  • «Τηλεφωνήματα» («Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 600, 1-10-1916· ἐγράφη τὸ 1903)
Πεζὰ ποιήματα:
  • «Κλεοπάτρα» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-5-1894)
  • «Πόνος» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3-8-1894)
  • «Απ᾿ τὴ χαραμάδα» (γιὰ τὸ ψυχομάχημα τοῦ Ἀχ. Παράσχου) (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-1-1895)
  • «Τὸ φιλὶ τοῦ σατύρου» (Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ρώπς) (Ὡς Λωτός· «Ἡμερολόγιον Ποδογύρου», 1896, σελ. 57-59)
  • «Ἡ ὀπτασία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου» (Εἰκὼν τοῦ Ρώπς) (Ὡς Ὀνούφριος· ἐφ. «Ἑστία», 20-12-1898)
  • «Μεσαιωνικὴ Παναγία» (Ὡς Ξηροτάγαρος· ἐφ. «Ἑστία», 26-12-1898)
  • «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ γρηοῦλα» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899)
  • «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: - Ἡ Παναγία μου - Ἡλίων χαρίσματα - Ἀεροναύτης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 34, 4-7-1899)
  • «Ἡ χάρες τοῦ φεγγαριοῦ»(ποίημα εἰς πεζὸν τοῦ Βοδελαίρ) (Ὡς Λωτός· «Μικρὸν Ἄστυ» (ἑβδομαδιαῖον παράρτημα τῆς ἐφ. «Τὸ Ἄστυ»), 21-11-1899)
  • «Μάιος» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 30-4-1901, σελ. 41)
  • «Αἱ νύμφαι τοῦ Αἰγαίου» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 30-4-1901, σελ. 58-59)
  • «Νύκτωμα» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 15-6-1901, σελ. 181)
  • «Ὁ τραγουδιστής» (Ὡς Ι. Ἄνεμος· «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)
  • «Αἰγαίου Ἑσπερινός» (ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα»· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)
  • «Λόγια τοῦ ἀέρος... τοῦ Ἀττικοῦ ἀέρος λόγια...» (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297)
  • «Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Παύλου Τούμαν» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἀνεξακρίβωτον)
  • «Δεύτερη ζωή» (ἀνεξακρίβωτον)
  • «Τὸ ἄλαλο ἀηδόνι» (ἀνεξακρίβωτον)
  • «Πρωτομαγιά» (ἀνεξακρίβωτον)
Ἐπιστολαί:
  • Ἐπιστολὴ στὸν Δ. Καμπούρογλου, σταλμένη τὴν παραμονὴ τῆς αὐτοκτονίας του (ἐφ. «Ἐμπρός», 13-4-1910)
  • Ἐπιστολὴ στὸν Εὐγενία Ζωγράφου (χρονολ. Αὔγ. 1907, ὅπου τῆς ζητοῦσε συνεργασία γιὰ τὸ περιοδικό της· περ. «Ἑλληνικὴ Ἐπιθεώρησις», ἔτος Γ', 1-7-1910, σελ. 1046-1047· ξανατ. στὴν ἐφ. «Ἡ Καθημερινή», 27-6-1938)
  • Ἐπιστολαὶ στὴν «Νέα Ζωή» (περ. «Νέα Ζωή» Ἀλεξανδρείας, ἔτος 6, 1909-10, σελ. 342-344)
  • Ἐπιστολαὶ στὸν Δ. Ταγκόπουλο (περ. «Ἑλληνικὰ Γράμματα», τόμ. Δ', 1-2-1929, σελ. 180-181)
  • Ἐπιστολαὶ στὴν Σοφία Λασκαρίδου (περ. «Νέα Ἑστία», τόμ. 26, 1 καὶ 15-7-1939, σελ. 878-881, 970-977)
  • Ἐπιστολαὶ στὸν Ἴωνα Δραγούμη, 1907-1910 («Ἴων Δραγούμης - Τὸ ἀνθολόγιο τοῦ «Νουμᾶ» (Ἐπίμετρο: ἐννέα ἐπιστολὲς τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὸν Ἴωνα Δραγούμη)», εἰσαγωγὴ-σχόλια: Στέφανος Μπεκατῶρος, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 2002, ISBN 960-427-074-5)
Μεταφράσεις:
  • Charles Dickens, «Ὁ θάνατος τοῦ μεθύσου» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 5-14)
  • Edgar Poe, «Τὸ κοράκι» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 116-119)
  • «Κοιμήθηκαν» (κατὰ τὸν Mirbeau) (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 2, 1894, σελ. 404-405)
  • Πιὲρ Λοτί, «Στὸν τάφο τῶν Σαμουράις» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β', τόμ. 8, 1894, σελ. 812-816)
  • Jules Tellier, «Νυκτωδία» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», 28-12-1898)
  • Jules Tellier, «Στὴ θάλασσα ἀνατολὴ σελήνης» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», πανηγυρικὸ τευχίδιο, Χριστούγεννα 1898-1899, σελ. 48)
  • Ὀσκὰρ Γουάιλδ, «Τὸ τριαντάφυλλον καὶ τὸ ἀηδόνι» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β', 1901, σελ. 140-144)
Μεταφράσεις ἔργων του:
  • «La ligne et la couleur grecques» (δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Ἑλληνικὴ Γραμμὴ» καὶ τὸ «Ἑλληνικὸν Χρῶμα») (Γαλ. μετάφρασις Jean Aravantino, στὸ τεῦχος «Permanence de la Grèce», ἔκδ. τοῦ περ. «Les Cahiers du Sud», Μασσαλία 1948, σελ. 161-163)

Δικτυακοὶ τόποι









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου